αντιδικία

αντιδικία
η (Α ἀντιδικία) [αντίδικος]
διαμάχη, φιλονικία
νεοελλ.
η διεξαγωγή πολιτικής δίκης με εναντίωση του ενός διαδίκου στους ισχυρισμούς και στα αιτήματα του άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιδικία — ἀντιδικίᾱ , ἀντιδικία litigation fem nom/voc/acc dual ἀντιδικίᾱ , ἀντιδικία litigation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιδικία — η το να είναι κανείς αντίπαλος με άλλον σε δικαστικό αγώνα: Εδώ και χρόνια είχαν αντιδικία για κάποια κληρονομιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιδικίας — ἀντιδικίᾱς , ἀντιδικία litigation fem acc pl ἀντιδικίᾱς , ἀντιδικία litigation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδικίαι — ἀντιδικίᾱͅ , ἀντιδικία litigation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδικίαν — ἀντιδικίᾱν , ἀντιδικία litigation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… …   Dictionary of Greek

  • αντιδικώ — (Α ἀντιδικῶ, έω) [αντίδικος] 1. είμαι αντίδικος κάποιου σε δίκη 2. διαφωνώ, φιλονικώ με κάποιον αρχ. 1. ενάγω κάποιον, προσφεύγω στο δικαστήριο 2. οἱ ἀντιδικοῡντες οι αντίδικοι 3. υπερασπίζω τον εαυτό μου σε δίκη 4. έρχομαι σε αντιδικία με… …   Dictionary of Greek

  • διαδικάζω — (Α) 1. ως δικαστής εκφέρω κρίση σε κάποια υπόθεση 2. (με αιτ. πράγματος) συμβιβάζω 3. (στην Αθήνα για ναυτικές υποθέσεις) ενεργώ έρευνα ή ανακρίσεις 4. μέσ. διαφιλονικώ δικαστικώς, έρχομαι σε αντιδικία προς κάποιον 5. υποβάλλω σε δίκη τον εαυτό… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”